- σαλικυλικός
- η , ό[ν] хим. салициловый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαλικυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. ονομασία κατηγορίας χημικών ενώσεων 2. φρ. α) «σαλικυλική αλδεΰδη» χημ. κυκλική οργανική ένωση, φαινόλη και, συγχρόνως, αρωματική αλδεΰδη, άχρωμο ελαιώδες υγρό με οσμή πικραμυγδάλου, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στην… … Dictionary of Greek
μεθυλεστέρας — ο χημ. συνοπτική ονομασία εστέρων τής μεθυλικής αλκοόλης με ανόργανα ή οργανικά οξέα (α. «βενζοϊκός μεθυλεστέρας» β. «θειικός μεθυλεστέρας» γ. «οξικός μεθυλεστέρας» δ. «σαλικυλικός μεθυλεστέρας») … Dictionary of Greek
σαλικυλάλη — η, Ν χημ. η σαλικυλική αλδεΰδη (βλ. σαλικυλικός) … Dictionary of Greek
σαλικυλαλδεΰδη — η, Ν χημ. η σαλικυλική αλδεΰδη (βλ. σαλικυλικός) … Dictionary of Greek
σαλόλη — η, Ν (φαρμ.) σαλικυλικός εστέρας τής φαινόλης που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως αντισηπτικό τών ουροφόρων και εντερικών οδών και ως επουλωτικό τού δέρματος, αλλ. σαλικυλική φαινόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. salol] … Dictionary of Greek